- -φοβία
- ΝΑβ' συνθετικό πολλών αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που είτε σχηματίστηκαν από επίθετα σε -φόβος (< φόβος, πρβλ. ανθρωποφοβία, αφοβία, κενοφοβία, ξενοφοβία, σκιοφοβία, υδροφοβία, φωτοφοβία, ψυχροφοβία) είτε απευθείας από το αφηρημένο ουσιαστικό φόβος / φοβία και τα οποία ως επί το πλείστον είναι αντιδάνειοι επιστημονικοί όροι με τους οποίους δηλώνεται ο φόβος τού υποκειμένου για ένα αντικείμενο συγκεκριμένο ή αφηρημένο (πρβλ. αγοραφοβία < γαλλ. agoraphobie, αιματοφοβία < αγγλ. hemophobia, ζωοφοβία < αγγλ. zoophobia κ.ά.Παραδείγματα λ. σε -φοβία: αεροφοβία, αιχμοφοβία, αλγοφοβία, γεροντοφοβία, γυναικοφοβία, ερημοφοβία, ηλιοφοβία, θαλασσοφοβία, θανατοφοβία, θερμοφοβία, ιοφοβία, κενοφοβία, κοσμοφοβία, κρημνοφοβία, κυνοφοβία, λυσσοφοβία, μικροβιοφοβία, νεκροφοβία, νεοφοβία, νοσοφοβία, οικοφοβία, παρασιτοφοβία, ρυποφοβία, ταφοφοβία, τριχοφοβία, υπνοφοβία, φωνοφοβία, φωτοφοβία, ψυχροφοβία.
Dictionary of Greek. 2013.